- παραβάλλων
- παραβάλλωthrow besidepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παραβάλλων — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραβαλλόντων — Παραβάλλων masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραβάλλοντα — Παραβάλλων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραβάλλοντας — Παραβάλλων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραβάλλοντες — Παραβάλλων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραβάλλοντι — Παραβάλλων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραβάλλοντος — Παραβάλλων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραβάλλουσι — Παραβάλλων masc dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραβάλλουσιν — Παραβάλλων masc dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek